ἱεροδουλεία

ἱεροδουλεία
ἱερο-δουλεία, ,
A company of ἱερόδουλοι, IG14.914 ([place name] Ostia):—also [suff] ἱερο-δουλία, ib.1024 ([place name] Rome).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιεροδουλία — η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) [ιερόδουλος] νεοελλ. πορνεία αρχ. 1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία τού ναού 2. το σύνολο τών ιεροδούλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”